Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι έχει στο μυαλό του ο Ερντογάν, αλλά η πιθανότητα να έχει τον πόλεμο είναι πλέον μεγάλη. Ο Ταγίπ ξεκίνησε, την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησής του, ως φιλειρηνιστής για να εξελιχθεί σε ακραίο πολεμοκάπηλο τη δεύτερη. Ούτε την πρώτη φορά πίστευε στην ειρήνη – ήθελε μάλλον να μειώσει τη σημασία του τουρκικού στρατού, που τότε δεν ήλεγχε – ούτε τη δεύτερη πιστεύει στον πόλεμο αυτόν καθαυτόν – απλώς κερδίζει τη συμμαχία με τον Μπαχτσελί και τους ακραίους.
Αν τον κάνει τελικά τον πόλεμο θα τον κάνει για να παραμείνει στην εξουσία, πείθοντας τους Τούρκους της Ανατολής ότι για όλες τους τις οικονομικές δυσκολίες φταίνε οι “κακομαθημένοι” Έλληνες και οι άλλοι δυτικοί που τους “φουσκώνουν τα μυαλά”. Δυστυχώς τόσο μπορεί να καταλάβει ο άμοιρος μέσος Τούρκος. Όχι, βέβαια, ότι και ο άμοιρος μέσος Έλληνας είναι πολύ καλύτερος.
Αυτό που πρέπει να ξέρουμε πάντως είναι ότι η χώρα μας δεν προκαλεί και ότι έχει δίκιο. Φυσικά και μπορεί – μέσα στις χιλιάδες πτυχές των ελληνοτουρκικών – να βρει κανείς σημεία στα οποία η Ελλάδα δεν έχει ξεκάθαρο δίκιο και δεν εφαρμόζει το γράμμα των συνθηκών. Ένα από αυτά τα σημεία είναι η στρατιωτικοποίηση των νησιών. Είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με το γράμμα των συνθηκών, δεν επιτρέπεται.
Αλλά για ποιες συνθήκες μιλάμε; Για αυτές που παραβιάζει ή Τουρκία διαρκώς τα τελευταία 70 χρόνια; Γιατί οι συνθήκες απαγόρευαν και τον αφανισμό της ελληνικής μειονότητας από την Τουρκία και την εισβολή και κατοχή της Κύπρου και τις παραβιάσεις του ελληνικού χώρου και τις απειλές για την άσκηση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και πολλά πολλά άλλα εγκλήματα που έχει κάνει και συνεχίζει να κάνει η Τουρκία.
Η στρατιωτικοποίηση των νησιών είναι το ελάχιστο που μπορεί να κάνει η χώρα μας για να αντισταθμίσει την τουρκική επιθετικότητα. Είναι απολύτως βέβαιο ότι, και η στρατιωτικοποίηση να μην υπήρχε, κάτι άλλο θα προέβαλε η Τουρκία ως δικαιολογία για να ζητήσει ακόμα κάτι εξωφρενικό από την Ελλάδα. Είναι δε βέβαιο ότι αν μια μέρα έφευγε ο ελληνικός στρατός από τα νησιά την άλλη μέρα θα έμπαινε ο τούρκικος.
Γενικά, ό,τι και να κάνει η Ελλάδα, δεν μπορεί να αποτρέψει το μοιραίο, αν ο σουλτάνος το έχει αποφασίσει. Και, δυστυχώς, είναι πιθανό να το έχει αποφασίσει, ή να το αποφασίσει στην πορεία. Γιατί τώρα; Γιατί τώρα το έχει ανάγκη ο Ερντογάν, για να κερδίσει ή να αναβάλει – ήτοι ματαιώσει – τις εκλογές. Γιατί σε λίγο μπορεί να έχουν δεσμευτεί οι εταίροι μας στην ΕΕ για αμυντική αλληλεγγύη σε περίπτωση έξωθεν απειλής. Γιατί τώρα αισθάνεται η Τουρκία δυνατή και γιατί τώρα το θέλει ο έτερος σφαγέας Βλαντιμίρ Πούτιν. Οι δύο δικτάτορες αλληλοσυμπληρώνονται στην προσπάθειά τους να αποδείξουν στον υπόλοιπο κόσμο ότι αυτονόητες μέχρι τώρα έννοιες όπως εθνικά σύνορα, διεθνές δίκαιο και ειρήνη δεν έχουν και μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα.
Το σίγουρο είναι ότι από έναν πόλεμο, ή έστω από μία ολιγοήμερη ή ολιγόωρη σύρραξη, πολύ καλύτερες και για εμάς και για την Τουρκία είναι οι διαπραγματεύσεις. Η Ελλάδα θα πρέπει να τις επιδιώξει και η όποια κυβέρνηση που θα τις αναλάβει θα πρέπει να έχει την άνεση και την ελευθερία να επιδιώξει το συνολικό καλό της χώρας μας και της Κύπρου και όχι την ικανοποίηση των ακραίων στοιχείων. Έχουμε περιέλθει σε μία κατάσταση όπου θα πρέπει να κάνουμε κάποιες υποχωρήσεις. Και στο Κυπριακό, ίσως με την αναγνώριση δύο κρατών και στις ΑΟΖ, με αναγνώριση ότι το Καστελόριζο δεν μπορεί να ορίζει τη μισή Ανατολική Μεσόγειο και στον ορισμό του εθνικού θαλάσσιου και του εναέριου χώρου μας, χωρίς να εγκλωβίζουμε την Τουρκία. Όλα αυτά θα πρέπει να τα διαπραγματευτούμε, εφόσον πάρουμε ρητές εγγυήσεις από την Τουρκία, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ για μακρόχρονη ειρήνη.
Όλα αυτά, όμως, είναι μακρινά. Προς το παρόν ο πόλεμος είναι μία πιθανότητα. Πόσο πιθανός είναι, όμως, ένας πόλεμος; Αν μας ρωτούσαν τον Ιανουάριο, ίσως να γελάγαμε. Τώρα κανείς δεν μπορεί να τον αποκλείσει. Οι πιθανότητες να γίνει είναι ακόμα σαφώς μικρότερες από αυτές να μην γίνει. Αλλά επειδή από έναν πόλεμο θα χάναμε όλοι πολλά – ίσως πολύ περισσότερα από αυτά που χάσαμε σε όλες τις προηγούμενες μεταπολεμικές κρίσεις μαζί – θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι και εμείς και οι Τούρκοι.
Έτοιμοι να χάσουμε δικούς μας ανθρώπους.
Έτοιμοι, ίσως, να χάσουμε εδάφη, για τα οποία θα φέρουμε το βάρος για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μας.
Έτοιμοι να υποβαθμιστούμε βιοτικά και οικονομικά σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τα σημερινά.
Τι μπορούμε να κάνουμε; Καταρχάς θα πρέπει να αποφεύγουμε τις ακρότητες, οι οποίες ούτε την διεθνή μας εικόνα βοηθάνε ούτε την κυβέρνησή μας. Ύστερα, θα πρέπει καθημερινά να δίνουμε τη μάχη της ενημέρωσης. Να ενημερώνουμε ήρεμα όσους ξένους ξέρουμε, ακόμα και όσους Τούρκους ξέρουμε για την κατάσταση και το δίκιο της Ελλάδας. Μπορεί να γίνουμε γραφικοί για κάποιους, αλλά αν δεν το κάνουμε τώρα, μετά μπορεί να είναι αργά. Θα πρέπει επίσης να δείχνουμε και την έμπρακτη αλληλεγγύη μας προς τους λαούς που αμύνονται τώρα για την ελευθερία τους, ήτοι τους Ουκρανούς, για να δικαιούμαστε και εμείς την αλληλεγγύη των υπολοίπων, αν συμβεί το απευκταίο. Μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι αποφάσεις για αλληλεγγύη ή μη των κυβερνήσεων είναι σε σημαντικό βαθμό συνάρτηση της κοινής γνώμης στην κάθε χώρα.